- ντεπόζιτο
- το(λ. ιταλ.), αποθήκη νερού ή άλλου υγρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντεπόζιτο — και τεπόζιτο, το (Μ ντεπόζιτο) νεοελλ. 1. δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση νερού ή άλλου υγρού 2. υλικά τοποθετημένα σε ειδικό χώρο για να χρησιμοποιηθούν όταν χρειαστεί, απόθεμα 3. χρηματικό ποσό που φυλάσσεται στα χέρια τρίτου,… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
φλοτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. κάθε σώμα ελαφρό που μπορεί να επιπλέει στο νερό ή σε άλλο υγρό ή που βοηθάει άλλο να επιπλέει, ο πλωτήρας. 2. καθένας από τους στεγανούς πλωτήρες των υδροπλάνων, με τους οποίους αυτά στηρίζονται στο νερό. 3. σημαντήρες που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
ρεζερβουάρ — το, Ν άκλ. ντεπόζιτο βενζίνης ή πετρελαίου αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reservoir < ρ. reserver (< λατ. reservo «διατηρώ, αποταμιεύω»)] … Dictionary of Greek
σπογγαλιευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπογγαλιεία («σπογγαλιευτικό επάγγελμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το σπογγαλιευτικό ναυτ. ειδικά διαμορφωμένο και εξοπλισμένο πλοίο που είναι προορισμένο για την αλιεία τών σπόγγων και χαρακτηρίζεται,… … Dictionary of Greek
τεπόζιτο — το, Ν βλ. ντεπόζιτο … Dictionary of Greek
υδαταποθήκη — η, Ν δεξαμενή νερού, στέρνα, ντεπόζιτο νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
φουλάρω — Ν 1. γεμίζω, είμαι γεμάτος 2. γεμίζω τελείως κάτι («φουλάρω το ντεπόζιτο») 3. τρέχω όσο γίνεται πιο γρήγορα 4. καταβάλλω τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουλ + κατάλ. άρω*] … Dictionary of Greek
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek